- ξηροφαγώ
- ξηροφαγῶ, -έω (ΑΜ)(συν. για νηστεία) τρώω ξηρά εδέσματα, δηλ. φαγητά που δεν έχουν μαγειρευθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -φαγῶ (< -φάγος), πρβλ. ωμο-φάγος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξηροσιτώ — ξηροσιτῶ, έω (Μ) ξηροφαγώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + σιτῶ (< σίτος < σῖτος), πρβλ. μονο σιτώ] … Dictionary of Greek
ξηροφαγία — και ξεροφαγία, η (ΑΜ ξηροφαγία) [ξηροφαγώ] πρόχειρο γεύμα με ξηρά τροφή, χωρίς μαγειρεμένα φαγητά νεοελλ. (ειδικά) διαιτητική αγωγή κατά την οποία χορηγούνται ξηρές τροφές και αποφεύγονται τα υγρά, συνήθως όταν απαιτείται ελάττωση τών υγρών τού… … Dictionary of Greek
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek